- φτωχούτσικος
- -η, -ο, Νυποκορ. σχετικά φτωχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρ-ούτσικος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτωχούτσικος, -η — και ια, ο επίρρ. α 1. ο σχετικά φτωχός, ο φτωχούλης. 2. (ειρωνικά), ο αρκετά εύπορος: Οι εφοπλιστές είναι φτωχούτσικοι οι καημένοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μωροπτωχός — μωροπτωχός, ή, όν (Μ) λίγο φτωχός, φτωχούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + πτωχός] … Dictionary of Greek
φτωχούλικος — η, ο, Ν [φτωχούλης] φτωχούτσικος … Dictionary of Greek
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek